Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

και η άμπωτη

  • 1 прилив

    1. мор. η πλήμμη, η πλημμυρίδα 2.(утолщение на отлитой детали) η διόγκωση, η πλύμνη 3. (приток крови) η συμφόρηση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прилив

  • 2 gelgit

    άμπωτη και πλημμυρίδα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > gelgit

  • 3 отлив

    α.
    1. έκχυση• εκκένωση, άδειασμα.
    2. έκχυση με άντληση.
    3. (για νερά, κύματα κ.τ.τ.) κύλιση (γύρισμα) προς τα πίσω, επιστροφή.
    4. (γΐ-α μέταλλα) χύση, χύσιμο.
    5. η άμπωτη•

    отлив и гфилив άμπωτη και παλίρροια.

    || μτφ. μείωση, ελάττωση, λιγόστεμα. || υποχώρηση•

    временный отлив революции προσωρινή υποχώρηση της επανάστασης.

    6. απόχρωση•

    золотой отлив χρυσαφένια απόχρωση.

    || παλ. αναλαμπή, έκλαμψη φωτός• ανταύγεια, αντιλαμπή.

    Большой русско-греческий словарь > отлив

  • 4 прилив

    α.
    1. παλίρροια πλημμυρίδα φουσκονεριά•

    прилив и отлив παλίρροια και άμπωτη.

    2. εισροή• συρροή•

    прилив денег εισροή χρημάτων•

    народу συρροή πλήθους (λαού)•

    прилив крови συρροή αίματος (υπεραιμία).

    3. μτφ. άνοδος, ανύψωση.
    4. (τεχ.) εξόγκωμα σε εξάρτημα (κατά το χύσιμο του μετάλλου).

    Большой русско-греческий словарь > прилив

См. также в других словарях:

  • άμπωτη — η η φυρονεριά: Η πλημμυρίδα και η άμπωτη μαζί αποτελούν το φαινόμενο της παλίρροιας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλίρροια — Το φαινόμενο της περιοδικής διακύμανσης της στάθμης των θαλασσών, το οποίο περιλαμβάνει δύο εναλλασσόμενες φάσεις, την πλημμυρίδα (άνοδος της θάλασσας) και την άμπωτη (κάθοδος της θάλασσας). Η π. προκαλείται κυρίως από τη μαγνητική έλξη της… …   Dictionary of Greek

  • αυξομείωση — η η εναλλακτική αύξηση και μείωση: Η πλημμυρίδα και η άμπωτη (φυρονεριά) είναι η αυξομείωση της θάλασσας σε κάποιον τόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγχυσία — και ποιητ. τ. παραγχυσίη, ἡ, Α λάκκος όπου λιμνάζουν νερά μετά από άμπωτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐγχύω + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

  • Ναούρου — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον νότιο Ειρηνικό, νότια των Νήσων Μάρσαλ, δυτικά των νησιών Γκίλμπερτ (Kιριμπάτι), στη γραμμή σχεδόν του Ισημερινού.Η χώρα διαιρείται σε 14 περιοχές (πληθυσμιακά στοιχεία δεν είναι διαθέσιμα): Άιβο (Aiwo),… …   Dictionary of Greek

  • φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς …   Dictionary of Greek

  • χαραδριός — (charadrius). Γένος πτηνών της οικογένειας των χαραδριιδών, της τάξης των χαραδριόμορφων. Απαντούν συχνότερα στις ακτές της νότιας Ευρώπης την εποχή των μεταναστεύσεων. Κατά την άμπωτη, όταν δηλαδή χαμηλώνει η θάλασσα, οι χ. Τρέφονται με μικρά… …   Dictionary of Greek

  • άμπωτις — ( ιδος), η (Α ἄμπωτις) (νεοελλ. και άμπωτη) πτώση τής στάθμης τών υδάτων, τράβηγμα τών νερών αρχ. 1. στον πληθ. αἱ ἀμπώτιδες άμπωτις και πλημμυρίδα μαζί, παλίρροια 2. υποχώρηση, ελάττωση ρεύματος ή ροής 3. υποχώρηση, πτώση, ελάττωση. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • υπεράνθρωπος — Άτομο που στέκει πάνω από την ανθρώπινη δύναμη. Με άλλα λόγια, το ξεχωριστό, το δυναμικό άτομο, το πολύ πέρα από τα συνηθισμένα ανθρώπινα μέτρα. Ο όρος έγινε γνωστός κυρίως από τη σχετική θεωρία του Φρ. Νίτσε, που ιδανικό του ήταν ο… …   Dictionary of Greek

  • Ιχθυοφάγοι — Ονομασία αρχαίων, βάρβαρων λαών, που κατοικούσαν στα παράλια της Αραβίας, της Αιθιοπίας, του Ομάν και του Άντεν. Η ονομασία τους οφείλεται στο γεγονός ότι τρέφονταν αποκλειστικά με ωμά ψάρια, τα οποία έπιαναν χωρίς δίχτυα ή άλλα σύνεργα, όταν… …   Dictionary of Greek

  • υποχώρηση — η / ὑποχώρησις, ήσεως, ΝΜΑ [ὑποχωρῶ] οπισθοδρόμηση, οπισθοχώρηση (α. «έκανε να δρασκελίσει τον φράχτη, αλλά υποχώρησε και σε λίγο έφυγε» β. «πελαγίαν ποιεῑσθαι τὴν ὑποχώρησιν», Πολ.) νεοελλ. 1. παραίτηση από αξιώσεις, συγκατάβαση, συμβιβασμός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»